- άφατος
- -η, -ο (AM ἄφατος, -ον)αυτός που είναι δύσκολο να περιγραφεί, απερίγραπτος, ανέκφραστοςαρχ.ο δίχως όνομα, ανώνυμος, ασήμαντος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -φᾰτος < φᾰ εξασθενωμένη βαθμίδα του φημί].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄφατος — not uttered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφατος — η, ο αυτός που δεν μπορεί να οριστεί με λέξεις, ο ανέκφραστος, ο ανείπωτος: Η λύπη του για το χαμό του παιδιού του είναι άφατη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφάτως — ἄφατος not uttered adverbial ἄφατος not uttered masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφατον — ἄφατος not uttered masc/fem acc sg ἄφατος not uttered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφάτοις — ἄφατος not uttered masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφάτου — ἄφατος not uttered masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφάτους — ἄφατος not uttered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφάτων — ἄφατος not uttered masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφάτῳ — ἄφατος not uttered masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφατα — ἄφατος not uttered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)